- κρυφάκουσμα
- το, -ατοςτο να ακούει κανείς κρυφά, το να κρυφακούει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρυφάκουσμα — το [κρυφακούω] το να ακούει κάποιος κρυφά … Dictionary of Greek
κρυφαγροίκημα — το [κρυφαγροικώ] κρυφάκουσμα … Dictionary of Greek